ἀναβαθμίς

ἀναβαθμίς
-ίδος N 3 1-0-0-0-0=1 Ex 20,26
step, stair; neol.

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀναβαθμίδας — ἀναβαθμίς step fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμίδες — ἀναβαθμίς step fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμίδος — ἀναβαθμίς step fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμίδων — ἀναβαθμίς step fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμίσι — ἀναβαθμίς step fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμίσιν — ἀναβαθμίς step fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβαθμίδα — η (Α ἀναβαθμίς) σκαλί, σκαλοπάτι νεοελλ. 1. μικρή φορητή σκάλα 2. Στρ. επικλινής επιχωμάτωση με την οποία ανεβάζουν στα οχυρώματα το πυροβόλο στη θέση μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βαθμίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”